ορεογραφία

ορεογραφία
η геогр. орография (раздел географии)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ορεογραφία" в других словарях:

  • ορεογραφία — η κλάδος τής φυσικής γεωγραφίας ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη τών ορεινών συγκροτημάτων και με την αποτύπωση τών ανάγλυφων μορφών σε χάρτες, αλλ. ορογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orography < ορεο / ορο (βλ. λ. όρος [II]) +… …   Dictionary of Greek

  • ορεογραφία — η 1. κλάδος της φυσικής γεωγραφίας που ασχολείται με τα ορεινά συστήματα της Γης. 2. παράσταση ανάγλυφη στο χάρτη των ορεινών εδαφικών μορφών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορεογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορεογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορεογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • ορεογράφος — ο, η επιστήμονας γεωγράφος που ασχολείται με την ορεογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ορεο (βλ. λ. όρος [II]) + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • ορογραφία — και ορεογραφία, η 1. κλάδος τής φυσικής γεωγραφίας που ασχολείται με τη σπουδή τών ορέων και τών ορεινών συστημάτων από μορφολογική άποψη 2. η αναπαράσταση τών ορέων και τών ορεινών συστημάτων πάνω σε χάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • αεροφωτογεωλογία ή φωτογεωλογία — Η μελέτη του εδάφους από αεροφωτογραφίες με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών σχετικών με τη γεωλογική σύστασή του. Αποκαλείται επίσης και φωτογεωλογική ερμηνεία. Οι αεροφωτογραφίες υποβοηθούν σημαντικά τη γεωλογική έρευνα, γιατί επιτρέπουν την… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»